Καθώς η οικονομική κρίση και ανθρωπιστική καταστροφή που αυτή συνεπάγεται βαίνει τον έβδομο χρόνο, παρατηρεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ακροδεξιά ρητορική και οι πραγματώσεις της στην ελληνική κοινωνία εξειδικεύουν τα χαρακτηριστικά τους στο πεδίο του μεταναστευτικού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των κέντρων κράτησης μεταναστών.
Τα κέντρα κράτησης, τα οποία μέχρι το 2012 λειτουργούσαν ως προσωρινοί χώροι κράτησης τρίμηνης διάρκειας, πλέον εντάσσονται σε πλαίσιο πλήρους νομιμότητας, αφού ύστερα από τη γνωμοδότηση του νομικού συμβουλίου κράτους το καλοκαίρι του 2013 και τη σχετική υπουργική απόφαση, δίνεται η δυνατότητα της επ’αόριστον κράτησης. Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης (συνωστισμός, ελλιπής διατροφή και ιατρική περίθαλψη, ανθυγιεινό και βρώμικο περιβάλλον, ψυχολογικές διαταραχές), σε συνδυασμό με την πρόφαση της λαθραίας εισόδου στη χώρα ως επαρκή αιτία χειρισμού των μεταναστών ως επικίνδυνων υπανθρώπων –μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται (ή, καλύτερα, στοιβάζονται) ανήλικα και ασυνόδευτα παιδιά – απουσιάζουν εσκεμμένα από τον δημόσιο λόγο.
Αντί αυτών, γίνεται διαρκής κουβέντα για την υγειονομική βόμβα που συνιστά η διαμονή των μεταναστών στη χώρα μας, για την ανεργία των ντόπιων ως αποτέλεσμα της υφαρπαγής των θέσεων εργασίας από τους μετανάστες, για την εμπλοκή των μεταναστών σε εγκληματικές και ληστρικές επιχειρήσεις, για το « πόσοι να χωρέσουν πια». Όλα αυτά δημιουργούν τις ιδανικές για την ακροδεξιά αφήγηση κράτους και παρακράτους συνθήκες, προκειμένου να αναδυθεί ο φόβος, η ανασφάλεια και το φυλετικό μίσος στη συλλογική κοινωνική συνείδηση, μετατοπίζοντας την οργή για την τρέχουσα κατάσταση από τον πλήττοντα (κράτος και κεφάλαιο) στον κατεξοχήν πληττόμενο (μετανάστες).
Οι μετανάστες, όμως, δε χρησιμοποιούνται μόνο ως μέσον για την επιβολή του φόβου, του αυταρχισμού, της τυφλής υπακοής στο κράτος και της ευγνωμοσύνης στους κατασταλτικούς του μηχανισμούς που προστατεύουν την κοινωνία από τους αλλοεθνείς «εισβολείς». Ούτε μόνο ως φθηνό εργατικό δυναμικό. Η ιδιωτικοποίηση των κέντρων κράτησης σε επίπεδο υποδομών και προσωπικού και η ανάδειξη της ιδιωτικής εταιρείας G4S (η οποία κατηγορείται για βασανισμούς σε φυλακές της Νοτίου Αφρικής και του Ισραήλ, για θανάτους κατά τη διάρκεια απελάσεων μεταναστών τις οποίες οργανώνει στη Βρετανία) ως φαβορί για την ανάληψη της φύλαξης τριών κέντρων κράτησης, αναδεικνύει ότι η νεοφιλελεύθερη ατζέντα όχι απλά δεν ολιγωρεί στα εκάστοτε προβλήματα που ανακύπτουν, αλλά βρίσκει τον τρόπο να εξάγει το μέγιστο δυνατό ιδεολογικό και οικονομικό κέρδος από αυτά.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης τον περασμένο χειμώνα να θέσει τη Χρυσή Αυγή και τις ακραία ρατσιστικές θέσεις και πρακτικές της στο πολιτικό περιθώριο κάθε άλλο παρά ειλικρινής ήταν. Σ’ αυτό συνηγορούν, άλλωστε, πολυάριθμες ενδείξεις: τύπου Μπαλτάκος-Κασιδιάρης, στελέχωση υπουργείων με ακροδεξιά στοιχεία γνωστά για τον πρότερο βίο τους κλπ. Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χ.Α δεν τελεί ως ένα βαθμό υπό καθεστώς αυτονομίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να παρακάμψουμε το γεγονός ότι το έργο της κυβέρνησης προς τη νεοφιλελευθεροποίηση και τον κοινωνικό αποκλεισμό των αδυνάμων ενισχύεται από τη δράση της ΧΑ-και το αντίστροφο. Μπροστά στα πογκρόμ, τους βασανισμούς και τις απειλές που καθημερινά δέχονται οι μετανάστες η κυβέρνηση προτιμά να κωφεύει και να ποινικοποιεί την είσοδο ανθρώπων χωρίς χαρτιά στην χώρα και την αλληλεγγύη προς αυτούς.
Βέβαια, ο ρατσισμός εκτείνεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων και πεδίων που στο καθεστώς του μνημονιακού αυταρχισμού τείνουν να επεκτείνονται. Οι έμφυλες διακρίσεις, το κοινωνικό στίγμα τοξικοεξαρτημένων και ψυχικά ευάλωτων ατόμων και οι κάθε είδους διακρίσεις εδραιώνονται και παράγουν και τις ανάλογες πειθαρχήσεις.
Οι περιγραφείσες συνθήκες καθιστούν σαφές ότι η διοργάνωση αντιρατσιστικών φεστιβάλ σε ολόκληρη τη χώρα, και ειδικά στην Αθήνα -που αποτελεί πυρήνα κοινωνικών διεργασιών, βασικό πόλο έλξης μεταναστών αλλά και χώρο δράσης φασιστών- κρίνεται παραπάνω από απαραίτητη. Το γεγονός δε ότι φέτος λαμβάνει χώρα στην Πανεπιστημιούπολη, όπου εισέρχεται αλλά και διαμένει πλήθος νεολαίων, συνιστά ευκαιρία για ευαισθητοποίηση και δραστηριοποίηση ευρύτερων κομματιών της νεολαίας αλλά και κάθε πολίτη που βιώνει μέσα στο φεστιβάλ το αντιπαράδειγμα του κόσμου που θέλουμε να δομήσουμε.
Φυσικά, η αντιρατσιστική δράση δεν περιορίζεται στο στενό πλαίσιο του 3ημέρου. Αντίθετα, θα πρέπει να ιδωθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας μας, μέσα από τη συνεπή παρουσία μας στις κινητοποιήσεις μεταναστών και προσφύγων, στα κέντρα κράτησης, στις φυλακές, αλλά και μέσα από τα δίκτυα αλληλεγγύης των γειτονιών μας, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα στις γειτονιές, τους χώρους εργασίας και τις σχολές μας, και όπου αλλού δίνεται πρόσφορο πεδίο παρέμβασης.